βάκιλος — ο μικρόβιο με σχήμα ραβδιού: Η φυματίωση προκαλείται από το βάκιλο του Κοχ … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
βρογχοπνευμονία — Φλεγμονώδης νόσος που αφορά συγχρόνως τον βλεννογόνο των βρόγχων και το πνευμονικό παρέγχυμα, κατά εστίες. Οι βρογχοπνευμονικές εστίες είναι μεμονωμένες ή συρρέουσες. Η β. προσβάλλει ανθρώπους όλων των ηλικιών, κατά προτίμηση όμως τα μικρά παιδιά … Dictionary of Greek
δυσεντερία — Νόσος του παχέος εντέρου που χαρακτηρίζεται από πόνους στην κοιλιά και βλεννώδεις ή βλεννοαιματηρές κενώσεις. Τα συμπτώματα αυτά μπορεί να οφείλονται σε πολλές αιτίες, αλλά οι συνηθέστερες είναι η αμοιβάδωση του εντέρου, η ελκωτική κολίτιδα και η … Dictionary of Greek
κοκίτης — Οξεία λοιμώδης και μεταδοτική νόσος. Προσβάλλει εκλεκτικά τις ανώτερες αναπνευστικές οδούς και χαρακτηρίζεται από τυπικούς παροξυσμούς σπασμωδικού βήχα, με σπασμό της γλωττίδας και αποβολή λεπτόρρευστης, βλεννώδους απόχρεμψης. Ο κ. προσβάλλει… … Dictionary of Greek
φυματίωση — Λοιμώδης νόσος, που προσβάλλει τον άνθρωπο και μερικά ζώα και προκαλείται από το μυκοβακτηρίδιο της φ., τον βάκιλλο (Mycobacterium tuberculosis) που ανακάλυψε ο Κοχ. Η φ. του ανθρώπου μπορεί να εκδηλωθεί με διάφορες κλινικές εικόνες και εξαρτάται … Dictionary of Greek
αντιβιοτικά — Οργανικέςουσίες που παράγονται από μικροοργανισμούς (μύκητες, ακτινομύκητες, σχιζομύκητες) ικανές να εμποδίζουν την ανάπτυξη των διαφόρων μικροβίων ή ακόμα και να τα σκοτώνουν. Τα α. είναι τυπικά προϊόντα δευτερογενών και μικρών μονοπατιών… … Dictionary of Greek
Κοχ, Ρόμπερτ — (Robert Koch, Κλάουσταλ, Ανόβερο 1843 – Μπάντεν Μπάντεν 1910). Γερμανός μικροβιολόγος. Άρχισε τις έρευνές του για τον κύκλο εξέλιξης του βακτηριδίου του άνθρακα, όταν ήταν ακόμη επαρχιακός γιατρός. Στη συνέχεια αφιερώθηκε ολοκληρωτικά στη… … Dictionary of Greek
Λέφλερ, Φρίντριχ — (Friedrich August Johannes Löffler, Φρανκφούρτη 1852 – Βερολίνο 1915). Γερμανός μικροβιολόγος. Ήταν γιος στρατιωτικού γιατρού. Σπούδασε ιατρική στο πανεπιστήμιο Φρίντριχ Βίλχελμ του Βερολίνου. Στη συνέχεια υπηρέτησε τη θητεία του την περίοδο του… … Dictionary of Greek
φυματίωση — φυματίωση, η και φυματίαση, η 1. ανάπτυξη παθολογικών φυματίων. 2. μεταδοτική λοιμώδης αρρώστια, κοινή στον άνθρωπο και τα ζώα, που οφείλεται στο μυκοβακτηρίδιο της φυματίωσης (βάκιλος του Κοχ) και χαρακτηρίζεται από το σχηματισμό φυματίων σε… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)